Πέμπτη, Νοεμβρίου 30, 2006

Οι Φουκάδες κι οι φουκαράδες

Δεν ξέρω τι συνέβη και δεν θα μάθω ποτέ. Εσείς ξέρετε; Αυτοί ξέρουν; Κανείς δεν ξέρει...
Ίσως επειδή στη τετραγωνική ρίζα των λέξεων που εκφράζουν συναισθήματα και λοιπές βαθύτερες εγκεφαλικές λειτουργίες, το νόημα συνήθως δεν είναι ακέραιο και οι δεκαδικοί διδάσκονται σ'ένα μάθημα που αδυνατούμε να παρακολουθήσουμε. Την ίδια την ζωή. Ανίατη πάντως ασθένεια η παράνοια, διεισδύει στη ζωή μας κρυφά, άηχα, άοσμα, άλεκτα, ανεπαίσθητα.
Ας σπεύσουμε λοιπόν να καταδικάσουμε. Τσαμπέ είναι. Μια ακόμη από αυτές τις τρελές ευκαιρίες να επιβεβαιώνεις την συνείδησή σου, την αντίληψή σου, την κρίση και τις συγκρίσεις σου. Να αυτοθαυμάζεσαι γι'αυτό που είσαι και γι'αυτό που ποτέ δεν ήσουν και ποτέ δεν θα γίνεις. Όχι, δεν είναι αστείο. Αστείο είναι το να λες "εγώ στη θέση του". Εσύ, εγώ, εμείς, εσείς, όλοι μαζί στη πραγματική ακριβέστατη θέση του, είμαστε πλέον αυτός ακριβώς και θα κάνουμε ακριβώς το ίδιο. Όχι ε; Εντάξει, εσείς ξέρετε καλύτερα για εσάς, δεν επιμένω για να μη χαλάσουμε τις καρδιές μας.
Νομίζουμε ότι ξέρουμε ποιό είναι το όριο και πως να παραμείνουμε μέσα του. Κι ίσως έτσι να είναι, μέχρι τη στιγμή του ακραίου φαινομένου. Εκεί που η λεπτή αυτή διπλή γραμμή "ξεθωριάζει" (κατά deadend) ή εν πάσει περιπτώσει ξαφνικά εξαφανίζεται και η προσπέραση είναι πλέον φαινομενικά επιτρεπτή, με αποτέλεσμα την επερχόμενη σφοδρή σύγκρουση. Για όσους αδυνατούν να καταλάβουν τι πραγματικά μπορεί να σημαίνει "συγκυρία" και "σύμπτωση", συνιστώ το "Final Destination". Μια μέτρια κατ'εμέ ταινία τρόμου, η οποία όμως εμπεριέχει μια συμπτωματικά καταπληκτική περιγραφή σειράς λεπτομερειών. Λεπτομερειών που προηγούνται προκειμένου εξαιτίας τους, να επέλθει ένα φρικτό-τραγικό αποτέλεσμα. Ξαφνικό κι απρόσμενο για μας τους ανίδεους, με την παρ'όλα αυτά πολύ μεγάλη ιδέα για τον ευατό μας. Αν δεν κατηγορούσε στη ταινία, για τις λεπτομέρειες αυτές, μια άγνωστη υπερφυσική δύναμη, θα ήταν πολύ καλύτερα, αλλά εν πάσει περιπτώσει κι έτσι καλή είναι.

Γιατί τα λέω αυτά; Επειδή είμαι αλλού γι'αλλού κι επιμένω στο...
"Ας σπεύσουμε να καταδικάσουμε. Τσαμπέ είναι. Μια ακόμη από αυτές τις τρελές ευκαιρίες να επιβεβαιώνεις την συνείδησή σου, την αντίληψή σου, την κρίση και τις συγκρίσεις σου. Να αυτοθαυμάζεσαι γι'αυτό που είσαι και γι'αυτό που ποτέ δεν ήσουν και ποτέ δεν θα γίνεις. Όχι δεν είναι αστείο. Αστείο είναι το να λες "εγώ στη θέση του". Γιατί εσύ, εγώ, εμείς, εσείς, όλοι μαζί στη πραγματική ακριβέστατη θέση του, είμαστε πλέον αυτός ακριβώς και θα κάνουμε ακριβώς το ίδιο. "

Παρακαλώ κρεμάστε τον στη πλατεία Συντάγματος, να ανεβάσουμε λίγο το ηθικό της ηθικής μας συνείδησης... με το κρότο του σβέρκου να επισκεπάζει τη φωνή της λογικής μας, ενισχύοντας την ήδη θορυβώδη μας άγνοια κι ανικανότητα ολοκληρωμένης-πλήρους αντίληψης, ακόμα και του πιο απλού γεγονότος.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 23, 2006

Η Λίμνη των Ευχών κι η Απουσία των Αισθήσεων

Βλέπω έπεσε σιωπή, έστω προσωρινή. Για να έχετε λοιπόν κάτι να διαβάσετε, έστω ανούσιο...

Η λίμνη των ευχών δεν είναι μια συνηθισμένη λίμνη. Η μοναδικότητά της δεν έγκειται μόνο στο που βρίσκεται και τι "αγκαλιάζει" με τα νερά της. Ελάχιστοι την έχουν αντικρύσει αν και πολλοί, πάρα πολλοί βουλιάζουν εκεί, χωρίς καν να το γνωρίζουν. Το νερό της δεν είναι ούτε κρύο, ούτε ζεστό και μοιάζει αέρινο. Δε μπορείς να το αντιληφθείς με την αφή, δεν έχει γεύση ή οσμή, δεν κελαρύζει για να αφουγκραστείς κάποιον ήχο, ενώ βρίσκεται στο σκοτεινότερο σημείο του κόσμου, εκεί που τα μάτια δεν διατρυπούν και δε συνηθίζουν το σκοτάδι. Αν κάποιος κατάφερνε να τη φωτίσει, θα διέκρινε στο βυθό της εκατοντάδες χιλιάδες νομίσματα. Θα ένιωθε πως βρίσκεται στην άκρη του ουράνιου τόξου, εκεί που φημολογείται πως ξωτικά κρύβουν τον αμύθητο θησαυρό, έναν θησαυρό καταδικασμένο να βρίσκεται στην άκρη των χρωμάτων, στο τέλος κάθε βροχής.
Η λίμνη των ευχών είναι η μητέρα της απουσίας των αισθήσεων και γενικότερα η μητέρα κάθε απουσίας. Κάποτε εθεωρείτο το ενδιάμεσο στάδιο δύο διαφορετικών κόσμων, την εποχή που ο άνθρωπος δε γνώριζε και απλώς υπέθετε. Οι μύθοι έλεγαν πως κάποιο Ον αναλάμβανε να σε βοηθήσει να τη διασχίσεις με αντίτιμο ισοδύναμο μιας ευχής. 'Επειτα άλλαξαν οι καιροί, ο άνθρωπος πίστεψε ότι γνωρίζει ή ότι δε πρέπει να γνωρίζει κι έπαψε να στέλνει νομίσματα στα νερά της λίμνης. Η ευχή αντικαταστήθηκε με τη προσευχή, τα νομίσματα μαζευόντουσαν σε ειδικά κλειδωμένα σιδερένια κουτιά για να υπηρετήσουν σκοπούς καλούς ή κακούς και για το Ον σιγά σιγά οι μύθοι άλλαξαν. Λέγεται πως εγκατέλειψε τη Λίμνη, η οποία μάλλον βρισκόταν βαθιά μέσα στη Γη και ανέβηκε στον "γνώριμο" κόσμο προκειμένου να συνεχίσει τη δουλειά του εκεί. Αυτή τη φορά όχι απλώς χωρίς αντίτιμο εκ μέρους των ανθρώπων αλλά επειδή η μεταφορά ήταν μάλλον πολύ περισσότερο φρικτή από πριν, το Ον θεωρήθηκε πολύ πιο φρικτό σε εξωτερική αλλά και εσώτερη όψη. Στο τέλος κατηγορήθηκε για ότι άσχημο αυτού του κόσμου, να καραδοκεί για "θύματα" όντας σατανικό. Όλοι το θέλησαν να εναντιώνεται στη ζωή και να επιτίθεται σε ότι όμορφο, βλασφημώντας ταυτόχρονα αυτό που θεωρούσαν πηγή κάθε παρουσίας ακόμα και της παρουσίας του ίδιου.
Κανείς δε ξέρει αν όλα αυτά ήταν αποτέλεσμα της ψευδαίσθησης του ανθρώπου πως γνωρίζει, ή της επιθυμίας του να μην γνωρίζει. Το μόνο σίγουρο είναι πως όλοι ξέχασαν τη λίμνη, μια λίμνη που δεν υπάρχει μόνο για όσο πιστεύεις σε αυτή και σίγουρα δεν εξαρτάται η ύπαρξή της από τον αριθμό των νομισμάτων στα βάθη της. Αυτά απλώς δείχνουν κατά πόσο αναγνωρίστηκε η ύπαρξή της, η λειτουργικότητά της και βέβαια τη "διακοσμούν", μια διακόσμηση που έτσι κι αλλιώς δεν έχει ιδιαίτερο νόημα, αφού ουδείς είναι ικανός να την αντικρύσει.
Η λίμνη υπάρχει και συνεχίζει ν' αγκαλιάζει τα πάντα, γιατί τα πάντα κάποτε αναζητούν μια αγκαλιά, έστω και ανεπαίσθητη όπως η δική της. Και ναι, είναι η μητέρα κάθε απουσίας κι ο τελικός αποδέκτης κάθε παρουσίας. Είναι "Η Λίμνη των Ευχών" ή κατά άλλους της "Απουσίας Των Αισθήσεων".

Οι συλλέκτες ακίνητων σταγόνων

από τα "Ατελείωτα" as in "Χωρίς τελεία".

Το τσιγάρο αυτό θα τ' ανάψω για σένα κι ίσως διαρκέσει πιο λίγο από κερί, μα μη σε νοιάζει, στη σπίθα θα συναντήσω τη σκέψη σου, στη φλόγα τη ψυχή σου και το κορμί σου στη στάχτη που πια δεν με τρομάζει κι όμως ναι, το τσιγάρο θα σβήσει από μόνο του με καπνό που θα παριστάνει την πνοή σου, θα σχηματίζει μορφές που ο αέρας θα διαλύσει κι ίσως ο χρόνος παραλύσει, για ν' αφήσει τη βροχή να αιωρείται ανάμεσα σε ουρανό και γη, με σταγόνες ακίνητες βελόνες, με κεφαλή προς το έδαφος και τη σκέψη καρφωμένη στη δική τους έκρηξη, σ' οτι ανέπνευσε ενέπνευσε εξέπνευσε μέχρι τώρα που τα πάντα μαρμαρώνουν.
Μονάχα τα παιδιά κινούνται για να τις μαζέψουν μια μια απ' τον αέρα στο ποτήρι τους, μιας και πιστεύουν ακόμη στη μαγεία μέχρι το ένστικτο να την απαγορεύσει κι αυτή η δίψα η φυσική η αήττητη, η δίψα η ασταμάτητη που δεν μας αφήνει ν' απολαύσουμε τους αστερισμούς μιας ακίνητης βροχής κι επαναφέρει τα παιδιά στον σκοπό τον ανούσιο, ενός προβλήματος άλυτου, για τη παράταση λένε ενός χρόνου παράλυτου.
Όταν κάποτε θα κοιτάζουν κι αυτά τριγύρω χαμένα, σαν εμένα κι εσένα, θα ψάχνουν παντού την ομορφιά που τόσο χρόνο συνέλεγαν, μα δεν θα τη βλέπουν, δεν θ'αντικρύζουν πια τις σταγόνες να σφαδάζουν στα υπερχειλισμένα ποτήρια τους, δεν θα δουν ποτέ οτι πλέουν πλέον κι αυτές δίχως νόημα, σαν μικρές μαγικές στιγμές που κανείς δεν τους έδωσε τη δέουσα σημασία, αν και όλοι τις μάζευαν για να σβήσουνε την δήθεν τους δίψα, αυτή που θα προέκυπτε κάποτε και που ποτέ τελικά δεν προέκυψε.

Για πόσο λίγο χρόνο η μαγεία γεμίζει το ποτήρι μας, αυτό το δίχως πάτο
κι εμείς σκεφτόμαστε "μα πως να πιώ", αφού ποτέ δεν καταλάβαμε μαγεία τι είναι...
Στην υγειά μας.

Είπα να το μοιραστώ κι από δω.

Παρα-Λογισμοί

Και κάπου τώρα γονατίζεις κι υποκλίνεσαι. Κάθε σκέψη φεύγει, ταξιδεύεις παντού, στον εαυτό σου κλείνεσαι. Τι είναι "όριο" αν όχι μια νοητή γραμμή στην γενικότερη ανοησία; Ένας χάρτης τα πάντα, σε άγνωστη κλίμακα, ένας κόσμος αρκετά μεγάλος ώστε να μην σε χωράει. Μια παράνοια τα πάντα τριγύρω, αυτή η δική σου.
Στο ραντεβού με το έδαφος, η φαντασία φτάνει πάντα πρώτη ή δεν φτάνει ποτέ. Το ξέρεις μα δεν το σκέφτεσαι. Κι όταν το σκέφτεσαι υποκρίνεσαι πως δεν το ξέρεις. Υπογραμμίζεις την άγνοια, όταν γνωρίζεις πως την έγραψες λάθος. Έπειτα αναρωτιέσαι για ποιά άγνοια μιλάς. Δεκάδες χιλιάδες λέξεις ξέρεις να προφέρεις, μα όλες τόσο αταίριαστες μεταξύ τους. Επειδή πάσα γνώση, απουσία εμπνεύσεως, ένα κενό. Το κενό σου.
"Ευτυχώς που το κενό είναι αόρατο, ειδάλλως δεν θ'αντίκρυζα τίποτε άλλο".
Η ηλιθιότητα και η σοφία, το ίδιο πράγμα με διαφορά μόλις μερικά δευτερόλεπτα. Τα κρίσιμα δευτερόλεπτα του "κάτι" σε αντίθεση με του "κάτι άλλο". "Ζήσε τη στιγμή", λένε. Και πως όχι, αφού κάποιες φορές έστω και μια στιγμή είναι αρκετή. Η σπίθα, ο κρότος, το βλέμμα, το τικ. Ο χρόνος και οι υποδιαιρέσεις της αντίληψής του. Η διάρκεια... η διάρκεια... η διάρκεια. Αυτή η ανύπαρκτη καθολική επανάληψη σ' έναν κόσμο που τα πάντα ρει προς την πλήρη ακινησία. Το ανεπαίσθητο και οι πέντε αισθήσεις. Η αναισθησία ως αποτέλεσμα κορεσμένου συναισθηματικού κόσμου. Οι αντιθέσεις και οι αντιφάσεις της πραγματικότητας.
Για τι λοιπόν να πρωτομιλήσεις; Ποιές λέξεις να ταιριάξεις; Ξεστόμισε αυτές που γνωρίζεις λιγότερο, αυτές που ποτέ δεν κατάλαβες, που ποτέ δεν έμαθες και θα δεις πως η αλήθεια δεν είναι τίποτε άλλο πέρα από μια σύμπτωση. Από αυτές τις συμπτώσεις που ουδέποτε αντιλήφθηκες ότι συνέβησαν.

Για ποιό πράγμα μιλάω; Δεν ξέρω. Υπεκφεύγω απαντώντας πως δεν μιλάω αλλά γράφω. Χαμογελώ. Για ποιό πράγμα; Δεν ξέρω. Υπεκφεύγω απαντώντας με σιωπή στη σιωπή, με κρότους απ΄το χτύπημα των πλήκτρων, για κάθε βλέμμα που κάποτε πέταγε σπίθες. Χαμογελώ μια στιγμή, για μια στιγμή άλλη. Χαμογελώ όπως όλοι, αιφνίδια κι ακαριαία.

Δεν ξέρω τα γιατί. Δεν ξέρω γιατί. Και για το πως φτιάχτηκε η νύχτα: Η νύχτα φτιάχτηκε σαν έσβησε το πρώτο πρώτο φως. Πως, πότε, τι, που, ποιός... δεν έχουν σημασία. Νυξ κατανυκτική θα είναι πάντα, γι'αυτούς που αφουγκράζονται τους ήχους πίσω από τις σειρήνες, δεμένοι στο δικό τους προσωπικό κατάρτι, έτοιμοι να επιστρέψουν εκεί που το νήμα τελειώνει, εκεί που η διάρκεια διακόπτεται, στη τελευταία των στιγμών.