Τετάρτη, Δεκεμβρίου 27, 2006

Κερί στο σκοτάδι

(είμαι spammer και δεν χρειάζεται να προσπαθήσω και πολύ για να τ'αποδείξω...)

Οι λέξεις έλκουν το βλέμμα στο χαρτί, μα την εικόνα τη διώχνουν μακριά, εκεί που τα όπλα καταθέτουν οι οφθαλμοί, στα πόδια, τα γυμνά, της αντιλήψεως. Οι λέξεις... αυτό το μέσον ικανοποίησης του άσβηστου πόθου μας γι' αποδράσεις απ' την ατομική μας αλήθεια, για γνωριμία με κόσμους νέους, αλώβητους πολλές φορές, απ' τα της λογικής χτυπήματα. Συνήθως όσο πιο ξένο - μη συνηθισμένο - κόσμο αυτές οι λέξεις κτίζουν, τόσο πιο δυνατή η εξορία μοιάζει. Τα κείμενα μας βυθίζουν με κόλπα μαγικά, σε παραμύθια για μεγάλους ή μας γεμίζουν μ' αλυσίδες και μας εγκαταλείπουν στα δόντια των επιτήδειων "θηρίων" που τα έγραψαν. Εν ολίγοις, τα λογοτεχνικά κείμενα, ποιήματα ή πεζογραφήματα, χωρίζονται πιστεύω σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη είναι ονείρων καταπέλτες, προς εραστές σκέψεων ξένων, προς κλέφτες ιδεών σε αντιλάλους κόσμων, προς κυνηγούς εικόνων και ήχων φανταστικών, τυπωμένων βέβαια σε χαρτιά-κομμάτια από δέντρα γδαρμένα, έχοντας σκοπό να διαβαστούν απ' όποιον ψάχνει τους γίγαντες να βρει, τους δράκους που κρύφτηκαν σε πληκτρολογημένες παράνοιες, σε κιτρινισμένα σημειωματάρια από γωνίες οπτικές απ' τις οποίες ποτέ δεν κοίταξε. Και στη δεύτερη τίποτε παραπάνω από συνεργοί σε κρυφές επιθυμίες κακόβουλων με οικονομικά - υλιστικά συμφέροντα, που αδιαφορούν παντελώς για τ'οτιδήποτε άλλο.

Η λογοτεχνία λοιπόν, της οποίας οι λέξεις είναι το μέσον, το εργαλείο, μπορεί να δημιουργήσει τόσο φτερά όσο και κάγκελα. Μπορεί ν' αφήσει ίχνη λευκά και φωτεινά στ' απέραντο σκοτάδι ή ολοένα και περισσότερους - δυνατότερους κρίκους αλυσίδων στο ψευδοφώς της ελλιπούσας γνώσης. Οι ξένες σκέψεις που διαβάζουμε ή και ακούμε γενικότερα, είναι ο τρόπος να φυλακιστούμε σε μικρότερο ή σε μεγαλύτερο κελί απ' αυτό που βρισκόμασταν ήδη. Κι είναι ένα εργαλείο με τη σειρά της η Λογοτεχνία, για την έκφραση της φαντασίας ή των εμπειριών μας, ένας χιτώνας που οφείλει να ξεσκίζει τις σάρκες του ατομικισμού, τουλάχιστον για όσο οι λέξεις θα παρελαύνουν μπροστά από τ' αχόρταγα μάτια των αναγνωστών. Αν θέλει να είναι ιδανική, οφείλει ν'αποτελεί κερί που θα το χαζεύουμε να χορεύει στο σκοτάδι. Ακόμα κι αν δε διακρίνουμε ακριβώς αυτό που μας δείχνει παρακάτω, πάντα θ' αντιλαμβανόμαστε τουλάχιστον πως το «παρακάτω» υπάρχει.

Μερικοί, έχοντας φιλοσοφήσει λίγο ή πολύ το θέμα, πιστεύουν - ισχυρίζονται πως η δημοσιοποίηση των προσωπικών σκέψεων κάποιου (με τη μορφή πάντα λογοτεχνήματος), αφού έχει τελικούς αποδέκτες κατά πλειοψηφία άτομα άγνωστα σ' αυτόν, θυμίζει ενός είδους εκπόρνευση του πνευματικού και συναισθηματικού του κόσμου, με ανύπαρκτο, χαμηλό ή υψηλό αντίτιμο κάθε φορά. Άλλοι πάλι μιλούν για ικανοποίηση ματαιοδοξίας, ναρκισσισμού, κενοδοξίας. Δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη σ' αυτό όντας εντελώς σίγουρος ότι το εξετάζω από τη σωστή οπτική γωνία. Οι συγγραφείς - ποιητές, μπορεί να είναι κυνηγοί αναγνώρισης, ή να έχουν οικονομικές ανάγκες που τους οδηγούν σε αυτές τις δήθεν "εκπορνεύσεις" της φαντασίας και των εμπειριών τους. Μα δεν συμβαίνει πάντα αυτό. Κάποιες φορές νιώθουν απλώς την ανάγκη να μοιραστούν αυτό που εν τέλει σκέφτηκαν ή δημιούργησαν, με τους υπόλοιπους συνανθρώπους τους. Αυτό αποτελεί και τον πρωταρχικό τους τουλάχιστον στόχο κι όχι ένας ευφημισμός ή μια γεμάτη τσέπη. Σ'αυτή μόνο τη περίπτωση διαφωνώ κάθετα με τον όρο "εκπόρνευση". Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, διατηρώ απλώς τις επιφυλάξεις μου κι είναι ένα θέμα για πολυπληθείς και πολύωρες συζητήσεις. Πέρα απ' όλα αυτά, δεν πιστεύω πως έχει σημασία ο σκοπός ή το ποιόν ενός δημιουργού, για το αν ένα λογοτέχνημα θ' απελευθερώσει ή θα περιορίσει τους συνανθρώπους του, αν κι εφοσον βέβαια το ποιόν και ο σκοπός του δεν επεμβαίνουν, παρεμβαίνουν, κατευθύνουν κτλ περιορίζοντας γενικά με τον οποιοδήποτε τρόπο το ίδιο το δημιούργημα, καθιστώντας το έτσι αρνητικό ή άχρηστο για τους αποδέκτες του, τους αναγνώστες.

Η δική μου άποψη για την ύπαρξη της Λογοτεχνίας...
Όσο κόσμο κι αν μας δώσεις, όσο ψηλά, βαθιά, μακριά κι αν ταξιδέψουμε, φυλακισμένοι δεν πρόκειται να πάψουμε να είμαστε. Αυτό είναι κάτι που κανείς μας δεν θα έπρεπε ν' αγνοεί. Ζούμε σε μια φυλακή που μεγαλώνει μαζί μας, με τις αισθήσεις, την αντίληψη και τη φαντασία μας, σ'ένα σπίτι όμοιο με ντιβάνι στο κελί της γειτονιάς, στη πτέρυγα της πόλης, στη φυλακή της γης, σ' έναν σύμπαν γεμάτο περιορισμούς, γεμάτο από κανόνες και όρια της " Μητέρας Φύσης", όπως την ονομάσαμε. Κι είναι νομίζω καιρός να συστηθώ... Είμαι ο συγκρατούμενός σας, υπ' αριθμόν Α117. Όσο περισσότερο ταξιδέψω, σωματικά, συναισθηματικά ή νοητικά, τόσο λιγότερο δέσμιος θα είμαι ή τουλάχιστον τόσο λιγότερο δέσμιος θα νιώθω. Εντελώς ελεύθερος, το ξέρω πια, δεν θα είμαι ποτέ. Όμως αυτά που διαβάζω ή ακούω, οι ξένες σκέψεις που εκφράζουν εικόνες κι ήχους φανταστικούς ή σχετικούς με αλήθειες που δεν γνώρισα ή δεν σκέφτηκα ποτέ, οι αφηγηθείσες εμπειρίες κάποιου συγκρατούμενού μου, είναι ο μόνος τρόπος που ‘μαθα ποτέ για να δραπετεύω απ' τ' αρχικά μικρό μου κλουβί κάθε φορά σε πιο μεγάλο. Ή τουλάχιστον ο μόνος τρόπος που μου έδωσε την εντύπωση πως αυτό συμβαίνει. Τα λογοτεχνήματα τώρα, τα χωρίς ιδιαίτερη ουσία και νόημα, τα πλημμυρισμένα από υστεροβουλία και αντικοινωνικής φύσεως σκοπιμότητες, αποτελούν για μένα κάγκελα. Ένας τρόπος να βρεθώ στο στενότερο κλουβί που θα μπορούσα να βρω σ' αυτό το κόσμο, ένας τρόπος να ισοπεδώσω το όποιο (χαμηλό ή υψηλό δεν έχει σημασία) πνευματικό και ψυχικό επίπεδο απέκτησα μετά τα τόσα χρόνια ζωής μου.
Αυτού του είδους τα "λογοτεχνικά κείμενα" είναι για μένα τόσο ζεστά όσο η σόμπα που ντύθηκε ηφαίστειο ... τόσο βαθιά όσο το χνάρι ενός σκορπιού που νόμιζε πως πίσω του άφηνε κρατήρες.