Δευτέρα, Ιουλίου 16, 2007

Καληνύχτα... για όσο μπορείς

Ακόμα ψάχνω πως αρχίζουν οι στιγμές που δεν τελειώνουν. Η σημασία ένας καπνός λευκός, τα πάντα για να σκεπάζει κι έπειτα να διαλύεται, αφήνοντας κάποιες ελάχιστες φορές να ξεπροβάλλουν γίγαντες μύλοι. Το πάτωμα μια λίμνη που κάποιες φορές σε πνίγει, όταν δεν είσαι Ιησούς να βαδίζεις πάνω του για να ξεφύγεις. Ακόμα ψάχνω πως αρχίζει οτιδήποτε δεν τελειώνει, πως δραπετεύει αυτό που λένε πως δεν φυλακίζεται, πως τα πάντα χάνονται ενώ το όλον τελικά διατηρείται.
Καταδικασμένοι όλοι σε αντίθεση, σε παράνοια και διαβολή, σε μοναξιά και σιωπή, σε κενό, υπερβολή, εξαίρεση, ηρεμία, επιβολή, σε νύχτα και θάλασσα, σε άγνωστο, φόβο, πανικό, σε παιχνίδι, σε απόλυτο κι αφηρημένο, σε καθρέφτη, σε τρόμο και γυαλί, σε πέτρα και ξύλο, σε ότι ψυχρό, ανεπαίσθητο, ανέγγιχτο κάπου σε βυθό, σε τέλος και σε αρχή, σε λάθος στιγμή, σε πάθος και πόνο, μελαγχολία, χαμόγελο, σε πρωτόγνωρο μα και σ' επιστροφή, σ'ανάμνηση, απόδραση, σε χάδι και σε φιλί, σε γέλιο, συμφωνία, μελωδία, υποταγή, σε δράση κι αντίδραση, σ' ελευθερία, αναρχία ή σ' οποιαδήποτε πράξη χαοτική, στη λογική που φτιάξαν τα σύμβολα κι οι αριθμοί, σε φαντασία, σε ιδέα, σε δημιουργία ή καταστροφή, σε διαφωνία, έλξη, ακρότητα, γενικά καταδικασμένοι σε νου και ψυχή σε μια άγνωστη γνώριμη γη.
Ο δίσκος παίζει ακόμη με κολημένη βελόνα, σ' ένα φυσικό μινιμαλισμό, καινούριο ήταν είναι και θα είναι μόνο το νούμερο της επανάληψης, να μεγαλώνει τραγικά προκειμένου να γεμίσει κάποτε το χώρο με κάτι κενό, ένα ακόμη αέναο μπαλόνι που δεν θα σπάσει ποτέ και πρέπει προκειμένου να ζήσεις να το αγνοήσεις αυτό.
Δήθεν αιφνιδίως, οντότητες αρχίζουν να εγκαταλείπουν το "σπίτι" απ'το μπαλκόνι κι απ'το παράθυρο, απ'το τζάκι ενός αγίου που δεν επέστρεψε, ενός θεού που δεν ήρθε ποτέ, ενός αγγέλου που ουδέποτε έφυγε, μυρίζοντας όλες οινόπνευμα ή με κόκκινα μάτια και μαύρους κύκλους, με ζωγραφιές να σκεπάζουνε τρύπες σε σώματα που τρέμουν. Κι οι υπόλοιπες σα σπιτόγατοι περίλυπες τις κοιτούν κουνώντας το κεφάλι ή και χαμογελούν πανάγαθα ή σαρκαστικά χωρίς να ξέρουν για το καβούρι που απαλά κατατρώει τα πάντα.
Μερικές δεν ασχολούνται με κανέναν και τις εξυμνώ και τις ζηλεύω γιατί ζωγραφίζουν το σπίτι όπως λάχει, προσπαθούν να επιτύχουν τη μοναδικότητα δημιουργώντας νέα είδωλα από κάτι παλιό, μέχρι βέβαια ν' αρχίσουν να νιώθουν ασφυξία από κάτι με το οποίο γεννήθηκαν. Η επιφάνεια κι η περηφάνια ανήκουν στην άγνοια, όταν γνωρίζεις ή πετάς πλέον μακριά ή βυθίζεσαι.
Το ξέρω ότι ίσως δεν γίνομαι αντιληπτός, μα σημασία ουδέποτε είχε το τι θα δείξω και τι θα πω, μονάχα το τι καθένας θα -μπορούσε- να δει και να ακούσει. Το κενό ξέρει καλά πως να υπάρχει εμπρός απ' τις υπάρξεις χωρίς καμμία να αντιλαμβάνεται τίποτε κι έτσι ενώ όλες αποδέχονται το πεπρωμένο, λίγες τελικά συνειδητοποιούν τι ακριβώς αποδέχτηκαν...

Συγχωρέστε μου τις απότομες καταλήξεις, είναι αποτέλεσμα κούρασης. Κι όταν είναι ώρα για ύπνο, δεν υπάρχει παραμύθι που κάποιος εν τέλει να μην γνωρίζει, μόνο παραμύθι που κανείς τελικά δεν θα ήθελε ποτέ να ακούσει...